- τακηρός
- -ά, -όν, Αβλ. τακερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τακηρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακηραί — τακηρός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακερός — ή, ό / τακερός, ά, όν, ΝΑ, και τακηρός Α 1. αυτός που λειώνει εύκολα 2. αυτός που βράζει εύκολα 3. (για νερό) αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει εύκολο το βράσιμο, ιδίως τών οσπρίων αρχ. 1. μτφ. γεμάτος πάθος και πόθο («τακερὸς Ἔρως», Ανακρ.) 2 … Dictionary of Greek